Η διαμεσολάβηση στην Κύπρο διέπεται από τον Ν.159(Ι)/2012 περί Ορισμένων Θεμάτων Διαμεσολάβησης σε Αστικές Διαφορές Νόμο του 2012 ο οποίος αφορά τόσο τις εμπορικές διαφορές όσο και τις αστικές διαφορές άλλες από εμπορικές. Ο διαχωρισμός μεταξύ εμπορικών διαφορών και αστικών διαφορών άλλων από εμπορικών, έπεται στο γεγονός ότι μόνο δικηγόροι μπορούν να αναλαμβάνουν υποθέσεις αστικών διαφορών άλλων από εμπορικών.
Για καταναλωτικές διαφορές σχετικός είναι και ο Ν.85(Ι)/2017, περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμος του 2017 ο οποίος διέπει την επίλυση καταναλωτικών διαφορών. Σύμφωνα με τον πιο πάνω Νόμο, καταναλωτικές διαφορές είναι οποιεσδήποτε διαφορές προκύπτουν μεταξύ ενός καταναλωτή και μιας επιχείρησης στα πλαίσια συμφωνίας πώλησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών. Τέτοιες διαφορές επιλύονται σε πρώτο στάδιο μεταξύ της επιχείρησης και του καταναλωτή και εάν αυτό δεν καταστεί κατορθωτό, επιλύονται μέσω μεθόδων εξώδικης επίλυσης καταναλωτικών διαφορών.
Μια τέτοια μέθοδος εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, είναι και η διαμεσολάβηση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.159(Ι)/2012, η διαμεσολάβηση είναι η διαρθρωμένη διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Ο διαμεσολαβητής είναι τρίτο, ανεξάρτητο προς τα μέρη πρόσωπο το οποίο ζητά να αναλάβει τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης δυνάμει του Νόμου.
Η διαμεσολάβηση είναι εύκολη, γρήγορη, χαμηλού κόστους και ποιοτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.
Η διαμεσολάβηση είναι εύκολη
Η διαδικασία είναι εύκολη επειδή στη διαμεσολάβηση ο διακανονισμός – όπου αυτός προκύπτει, είναι φιλικός και δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Η διαδικασία δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να προσφερθούν δημιουργικές λύσεις οι οποίες δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο απόφασης δικαστηρίου. Αυτό διότι το Δικαστήριο εκδίδει αποφάσεις οι οποίες πηγάζουν από κανόνες δικαστικής διαδικασίας.
Αναφορικά με καταναλωτικές διαφορές, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις όταν προσέλθουν σε μια διαδικασία διαμεσολάβησης δεν είναι αναγκαίο να συμφωνήσουν με μια προτεινόμενη λύση, ούτε είναι αναγκαίο να την ακολουθήσουν.
Τέλος, δεν είναι αναγκαία η φυσική παρουσία του καταναλωτή και του εκπρόσωπου της επιχείρησης. Τα μέρη μπορούν να υποβάλουν τα οποιαδήποτε στοιχεία χωρίς να είναι παρόντα αυτοπροσώπως και η συνάντηση μπορεί να λάβει χώρα διαδικτυακά, μέσω zoom, skype ή μέσω της πλατφόρμας επίλυσης διαφορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διαμεσολάβηση είναι γρήγορη
Τα μέρη μιας διαφοράς η οποία επιλύεται με διαμεσολάβηση μπορούν να είναι σίγουροι ότι ο χρόνος επίλυσης θα είναι συντομότερος από το χρόνο που χρειάζεται για δικαστική επίλυση της διαφοράς. Αναφορικά με καταναλωτές, όπου αυτοί έχουν παράπονο από μια επιχείρηση και ιδιαίτερα εάν κάποιος αναλογιστεί τη χαμηλή αξία μιας καταναλωτικής διαφοράς και του δυσανάλογου χρόνου και κόστους που απαιτεί η επίλυση της διαφοράς στο Δικαστήριο, η επίλυση της διαφοράς εξωδικαστικά είναι μονόδρομος. Σύμφωνα με το Νόμο μια καταναλωτική διαφορά η οποία παραπέμπεται σε Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών για διαμεσολάβηση πρέπει να επιλύεται εντός 90 ημερών.
Χαμηλό κόστος της διαμεσολάβησης
Αναφορικά με το κόστος, η διαδικασία της διαμεσολάβησης συνήθως έχει χαμηλό κόστος. Οι αμοιβές των διαμεσολαβητών είναι συνήθως χαμηλές και η διαδικασία ολοκληρώνεται κατά κανόνα γρήγορα (μπορεί για παράδειγμα να επιλυθεί εντός της ίδιας ημέρας).
Αναφορικά με καταναλωτικές διαφορές, η διαδικασία της διαμεσολάβησης θα πρέπει να είναι προσιτή, ελκυστική και ολιγοδάπανη για τους καταναλωτές. Για αυτό το λόγο στο Νόμο αναφέρεται ότι το κόστος για τον καταναλωτή πρέπει να είναι δωρεάν ή συμβολικό.
Η διαμεσολάβηση είναι ποιοτική
Ο διαμεσολαβητής για να αναλάβει μια διαμεσολάβηση θα πρέπει να είναι πιστοποιημένος σύμφωνα και να έχει παρακολουθήσει πρόγραμμα εκπαίδευσης 40 ωρών σύμφωνα με το Ν.159(Ι)/2012. Ιδιαίτερα σε καταναλωτικές διαμεσολαβήσεις είναι απαραίτητο ο διαμεσολαβητής να έχει επαρκή γνώση νομικών θεμάτων για να διασφαλίζεται το επίπεδο της διαδικασίας προς όφελος των μερών.
Η δημοσίευση αυτού του άρθρου συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια του Προγράμματος Consumer Programme (2014-2020).